- λιμνοειδής
- -ές (Μ λιμνοειδής, -ές)αυτός που μοιάζει με λίμνη, που έχει σχήμα και μορφή λίμνης.επίρρ...λιμνοειδῶς (Μ)με σχήμα λίμνης.[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + -ειδής (< εἶδος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιμνοειδῶς — λιμνοειδής adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
λίμνη — Φυσική κοιλότητα (λεκάνη) της επιφάνειας της Γης, γεμάτη γλυκό ή υφάλμυρο νερό. Όταν μια λ. έχει δημιουργηθεί από την τεχνητή απόφραξη μιας κοιλάδας με φράγμα, τότε ονομάζεται τεχνητή λ. Τα περισσότερα χαρακτηριστικά των λ. (βάθος, αλμυρότητα… … Dictionary of Greek